- ἐναρίμβροτον
- ἐναρίμβροτοςman-slayingmasc/fem acc sgἐναρίμβροτοςman-slayingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναρίμβροτος — ἐναρίμβροτος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.) 2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.) … Dictionary of Greek